- συνέκρινα
- συνέκρῑνα , συγκρίνωbring into combinationaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνομήλικος — η, ο / συνομήλικος, ον, ΝΜ αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλον («καὶ πρώτην σὲ συνέκρινα στὲς συνομήλικές σου», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συνομήλιξ, ήλικος] … Dictionary of Greek
συγκρίνω — συγκρίνω, σύγκρινα και συνέκρινα βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκρίνω — σύγκρινα και συνέκρινα, συγκρίθηκα, παραβάλλω κάτι με κάτι άλλο: Αν συγκρίνουμε τους δύο πολιτισμούς, θα διαπιστώσουμε τη μεγάλη ομοιότητά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)